- ξενομανία
- η (Α ξενομανία) [ξενομανής]η μέχρι μανίας μίμηση ξένων τρόπων ζωής, συμπεριφοράς ή έκφρασης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενομανία — η ο μεγάλος θαυμασμός, η αγάπη προς καθετί το ξένο, αλλ. ξενολατρία: Τον έπιασε φοβερή ξενομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ксенофилия — (др. греч. ξενοφιλία, от др. греч. ξένος чужой, гость и др. греч. φιλία, любовь, склонность) психологическое понятие, означающее любовь и склонность к неизвестным вещам и людям, неиспытанным ощущениям. Противоположно ксенофобии. Может иметь также … Википедия
ξενομανής — ές (Α ξενομανής, ές) αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. επίρρ... ξενομανώς με ξενομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής, χορο μανής] … Dictionary of Greek
Λάσκαρης, Νικόλαος — (Αθήνα 1868 – 1945). Νομικός και θεατρικός συγγραφέας. Το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, αλλά τελικά προτίμησε να φοιτήσει στη θεατρική σχολή του ωδείου της… … Dictionary of Greek
Φατσέας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αντώνιος. (Κύθηρα 1823 Αθήνα 1878). Σπούδασε θετικές επιστήμες στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Σχετίστηκε με τον Σολωμό και ακολούθησε τις γλωσσικές του ιδέες. Έγραψε μελέτες και άρθρα για να υπερασπίσει τη δημοτική… … Dictionary of Greek
ξενολατρία — η 1. το να λατρεύει κανείς ή να εκτιμά υπερβολικά τους ξένους. 2. η αγάπη και προτίμηση σε καθετί το ξένο, αλλ. ξενομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)